Γράφει η Ευγενία Χατζηστρατή.
Η κληρονομική διαδοχή αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας εκδηλώνεται μέσα από την δυνατότητα κτήσης λόγω κληρονομικής διαδοχής του διαγενειακού πλούτου, η οποία συνεπάγεται την ανάληψη της κληρονομιαίας περιουσίας, από τον προκτήτορα κληρονομούμενο, ως συνόλου αποτελούμενου από το παθητικό (υποχρεώσεις, χρέη) και το ενεργητικό (ακίνητα, κονδύλια, δικαιώματα).
Πως όμως μπορεί κάποιος να αποκτήσει περιουσία λόγω κληρονομικής διαδοχής;
Κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, επέρχεται αυτοδικαίως διαδοχή στην περιουσία του από τους εγγύτερους, κατά το χρόνο θανάτου, συγγενείς του. Σύμφωνα με το άρθρο 1710 ΑΚ, κληρονομική διαδοχή είναι η υπεισέλευση ενός ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων (κληρονόμων) στην περιουσία (κληρονομία) ως σύνολο ενός άλλου φυσικού προσώπου (κληρονομούμενου) μετά το θάνατο του. Η διαδοχή αυτή είναι προσωρινή, και τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της αποποίησης της περιουσίας από τον κληρονόμο, μέσα στην αποσβεστική προθεσμία τεσσάρων μηνών από τη γνωστοποίηση σε αυτόν του θανάτου και της αιτίας της κληρονομικής διαδοχής.
Τα είδη της κληρονομικής διαδοχής είναι τρία: Η διαδοχή εκ διαθήκης, η εξ αδιαθέτου διαδοχή και η αναγκαστική διαδοχή. Η διαδοχή εκ διαθήκης, απαιτεί την ύπαρξη έγκυρης διαθήκης συνταχθείσας από τον κληρονομούμενο, πριν από τον θάνατο του, η οποία μετά τον θάνατο δημοσιεύεται στο κατά τόπον αρμόδιο Ειρηνοδικείο. Σε περίπτωση ύπαρξης διαθήκης, η κληρονομιαία περιουσία κατανέμεται στους κληρονόμους σύμφωνα με την βούληση του κληρονομούμενου, εφόσον αυτή καλύπτει όλη την περιουσία του, και δεν προσβάλλει το δικαίωμα νόμιμης μοίρας των μεριδούχων.
Η εξ αδιαθέτου διαδοχή λαμβάνει χώρα σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν είχε καταλείψει κατά τον χρόνο θανάτου του έγκυρη διαθήκη. Η εντελής ανυπαρξία διαθήκης ή η ακυρότητα αυτής, συνεπάγεται την διαδοχή στην κληρονομιαία περιουσία δυνάμει της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, καλούνται ως κληρονόμοι πρώτης τάξης, η σύζυγος του κληρονομουμένου και τα τέκνα αυτού. Η σύζυγος αποκτά αν συντρέχει με τέκνα (φυσικά και υιοθετημένα) ποσοστό επί του συνόλου της περιουσίας ¼. Το υπόλοιπο ποσοστό διανέμεται στα τέκνα. Σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος δεν είχε αποκτήσει τέκνα ή αυτά είχαν προαποβιώσει, καλούνται ως κληρονόμοι δεύτερης τάξης, οι γονείς του κληρονομούμενου και τα αδέρφια αυτού, οι οποίοι συντρέχουν με το κληρονομικό δικαίωμα της συζύγου του κληρονομουμένου. Όταν το κληρονομικό δικαίωμα της συζύγου συντρέχει με τους κληρονόμους της δεύτερης τάξης, τότε το ποσοστό που λαμβάνει από την κληρονομιαία περιουσία αυξάνεται στο ½, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό κατανέμεται ισάξια τους υπόλοιπους κληρονόμους. Αν κατά το χρόνο θανάτου του, ο κληρονομούμενος δεν είχε εν ζωή κληρονόμους δεύτερης τάξης, καλούνται στην τρίτη τάξη, οι παππούδες και οι γιαγιάδες του, οι οποίοι κληρονομούν κατ’ ισομοιρία. Αν κάποιος από αυτούς έχει προαποβιώσει ή εκπέσει του κληρονομικού δικαιώματος, τότε προσαυξάνει την μερίδα του άλλου που βρίσκεται στην ίδια γραμμή(πατρική ή μητρική). Δηλαδή, το μερίδιο κληρονομίας του παππού ή της γιαγιάς που εκπίπτει περιέρχεται στον σύζυγο του και όχι στον παππού ή γιαγιά της άλλης γραμμής. Στην τέταρτη τάξη, κατά την ως άνω λογική, κληρονομούν οι προπαππούδες κι οι προγιαγιάδες, ενώ σε περίπτωση που δεν βρίσκονται άλλοι συγγενείς, στην πέμπτη τάξη, μοναδική κληρονόμος καλείται η σύζυγος, ενώ αν κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου δεν βρεθούν άλλοι συγγενείς, τότε κληρονομεί το Δημόσιο.
Τελευταίο είδος κληρονομικής διαδοχής είναι η αναγκαστική, άλλως νόμιμη μοίρα. Το κληρονομικό δίκαιο θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες δικαίου οι οποίες ρυθμίζουν την κληρονομική διαδοχή που χωρεί εκ του νόμου, ακόμα και παρά την θέληση του κληρονομουμένου. Ενώ δηλαδή η εξ αδιαθέτου διαδοχή, εφαρμόζεται όταν ο κληρονομούμενος δεν έχει καταλείψει διαθήκη ή στο μέτρο που δεν που δεν όρισε διαφορετικά με διαθήκη, η αναγκαστική διαδοχή περιορίζει την ελευθερία του διατιθέναι του κληρονομούμενου υπέρ ορισμένων στενών μελών της οικογένειας του (μεριδούχων), ίσου με το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας τους, για λόγους προστασίας της οικογένειας.
Προϋπόθεση της αναγκαστικής διαδοχής είναι η προσβολής της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου από τον κληρονομούμενο. Η προσβολή αυτή λαμβάνει χώρα σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος είτε κατά την σύνταξη διαθήκης, είτε με πράξεις εν ζωή ή αιτία θανάτου χαριστικές παροχές σε τρίτους ή άλλους μεριδούχους, καταλείπει στον μεριδούχο, ποσοστό μικρότερο ή μηδαμινό, από αυτό που του αντιστοιχεί δυνάμει των κληρονομικών διατάξεων.
Όταν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, εκείνος έχει τη δυνατότητα, με τη συμβολή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, να ασκήσει περί κλήρου αγωγή κατά τον υπόλοιπων μεριδούχων, ζητώντας την αναγνώριση του δικαιώματος του στην νόμιμη μοίρα και την απόδοση του σε αυτόν. Ακόμα σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος, έχει καταλείψει με χαριστικές πράξεις είτε εν ζωή, είτε αιτία θανάτου, κληρονομιαία περιουσία, ο μεριδούχος δύναται να τις ανατρέψει ασκώντας αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς.
Συμπερασματικά, για να αποκτήσει κάποιος περιουσία λόγω κληρονομικής διαδοχής, απαιτείται να συμπεριληφθεί σε περιουσία αποθανόντος προσώπου, στο μέτρο που δεν προσβάλει δικαιώματα αναγκαστικών κληρονόμων, να αποτελεί συγγενής του κληρονομουμένου που καλείται εξ αδιαθέτου στην κληρονομιαία περιουσία ή μεριδούχος, δηλαδή αναγκαστικός δικαιούχος της περιουσίας του κληρονομουμένου.