Γράφει η Ευγενία Χατζηστρατή.
Κατά την περίοδο του lockdown, εφαρμόστηκε γενική απαγόρευση κυκλοφορίας πολιτών, η οποία οδήγησε στην ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων στην χώρα προκειμένου να επιτυγχάνεται ο αποτελεσματικότερος έλεγχος των μετακινήσεων των πολιτών, με στόχο των περιορισμό της εξάπλωσης του ιού Covid-19.
Κατά τον προληπτικό έλεγχο των προσώπων, οι αντιστυνομικοί υπηρεσίας, οφείλουν να ακολουθούν, σε κάθε τους ενέργεια, ορισμένες κατευθύνσεις οι οποίες ορίζονται ρητά στον Κώδικα Δεοντολογίας Αστυνομικών. Ακόμα, σημαντικό βοήθημα στην κατανόηση των γενικών αρχών που ορίζονται στον ως άνω Κώδικα, αποτελεί η υπ αρ 7100/22/4α εγκύκλιος του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, η οποία δίνει κατευθύνσεις και οδηγίες σχετικά με την συμπεριφορά των αστυνομικών απέναντι στους πολίτες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Ποιά είναι λοιπόν, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του αστυνομικού κατά τον προληπτικό έλεγχο προσώπων, χώρων, σωματικών ερευνών, ερευνών μεταφορικών μέσων; Σε ποιές περιπτώσεις έχουν δικαίωμα οι αστυνομικοί να προβούν σε προσαγωγή προσώπων;
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κώδικα Δεοντολογίας Αστυνομικών,ο αστυνομικός :
α. Υπηρετεί τον Ελληνικό Λαό και εκτελεί τα καθήκοντά του, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.
β. Υποχρεούται να σέβεται την αξία του ανθρώπου και να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου.
γ. Ενεργεί πάντοτε με σκοπό την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και τη διαφύλαξη των νομίμων συμφερόντων των πολιτών.
δ. Ενεργεί κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, με βάση τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της επιείκειας, της χρηστής διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης και του σεβασμού της διαφορετικότητας των ατόμων.
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Προκειμένου να ασκείται αποτελεσματικά η προληπτική δράση της Ελληνικής Αστυνομίας, για την πρόληψη εγκληματικών ενεργειών, οι αστυνομικές δυνάμεις έχουν επιφορτιστεί με διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Η διακριτική του ευχέρεια έχει ως πεδίο εφαρμογής, τόσο το είδος του ελέγχου στον οποίο θα προβούν, όσο και το αντικείμενο ή τον τρόπο με τον οποίο αυτός θα διεξαχθεί, πάντα εφαρμόζοντας τις ως άνω αναφερόμενες γενικές αρχές δράσης.
Ειδικότερα, οι αστυνομικές δυνάμεις έχουν την δυνατότητα να προβούν σε σωματικούς ελέγχους, ελέγχους ταυτοπροσωπίας προσώπων, ελέγχους χώρων, μεταφορικών μέσων και γενικά κάθε είδους έλεγχος ο οποίος απαιτείται από τις περιστάσεις για την διασφάλιση της αποτροπής εκτέλεσης εγκληματικών ενεργειών. Δύνανται επίσης να επιλέγουν τον τρόπο με τον οποίο οι παραπάνω έλεγχοι θα διεξάγονται προκειμένου να εκπληρώνεται ο σκοπός της αποτελεσματικής πρόληψης, επιλέγοντας τα αντικείμενα στα οποία θα διεξαχθεί ο έλεγχος, τις ερωτήσεις οι οποίες θα απευθύνονται προς τους ελεγχόμενους, τα πρόσωπα τα οποία θα υποβάλλονται σε έλεγχο, αλλά και άλλες παραμέτρους οι οποίες κρίνονται από το ελέγχον όργανο.
ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ. 3 του Π.∆. 141/1991, «Σωματικές έρευνες, έρευνες σε μεταφορικά μέσα και μεταφερόμενα αντικείμενα και έρευνες σε ιδιωτικούς χώρους μη προσιτούς στο κοινό που δεν υπάγονται στην έννοια της κατοικίας, γίνονται όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιοποίνου πράξεως ή απόλυτη ανάγκη».
Κατ’ αρχήν, απαραίτητη προϋπόθεση για την διενέργεια σωματικών ερευνών, είναι η «σοβαρή υπόνοια τελέσεως αξιόποινης πράξης ή απόλυτη ανάγκη». Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να βασίζεται σε ειδικά αντικειμενικά ή υποκειμενικά στοιχεία, τα οποία να είναι επαρκή και πρόσφορα να δικαιολογήσουν κατά νόμο τη σωματική έρευνα. Η κρίση για την συνδρομή αυτών των προϋποθέσεων εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του διενεργούντος τον έλεγχο αστυνομικό.
ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ
Προσαγωγή είναι η πράξη του αστυνομικού οργάνου να οδηγήσει στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση, άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας (άρθρο 74 παρ. 15 περ. θ ́ του Π.∆.141/1991). Τα προσαγόμενα άτομα απαιτείται να μην παραμένουν στο αστυνομικό τμήμα, για χρόνο περισσότερο από όσα είναι απολύτως αναγκαίος για τον σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν.
Η προσαγωγή αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας κινήσεως, ο οποίος πρέπει να επιβάλλεται, με προσήλωση στο σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στα ατομικά δικαιώματα του πολίτη. Η επίδειξη δελτίου ταυτότητας πρέπει, κατ’ αρχή, ν’ απαλλάσσει τον ελεγχθέντα από το ενδεχόμενο προσαγωγής για πρόσθετη εξακρίβωση στοιχείων. Ωστόσο, η προσαγωγή πολίτη που κατέχει αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητάς του επιτρέπεται στην περίπτωση που η συμπεριφορά του (και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος ή οι περιστάσεις) κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος. Οι αστυνομικοί δεν επιτρέπεται να συνδέουν την έννοια του υπόπτου διάπραξης εγκληματικής ενέργειας με τυχόν προκαταλήψεις τους για το χρώμα, το φύλο, την εθνική καταγωγή, την ιδεολογία και τη θρησκεία, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ηλικία, την αναπηρία, την οικογενειακή κατάσταση, την οικονομική και κοινωνική θέση ή άλλο διακριτικό στοιχείο του πολίτη, αλλά αποκλειστικά με εξατομικευμένες ενδείξεις που προκύπτουν από τη συμπεριφορά του. Συνεπώς, η προσαγωγή προσώπων στο αστυνομικό τμήμα, δίχως την απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξης υπόνοιας για τέλεση εγκληματικής ενέργειας, συνιστά παράνομη πράξη κατάχρησης αστυνομικής εξουσίας.
Όσον αφορά το χρόνο που είναι αναγκαίος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της προσαγωγής, επιβάλλεται, με κάθε προσπάθεια, να περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο προς τούτο. Οι προσαγόμενοι απαιτείται να ενημερώνονται, έστω κατά προσέγγιση, για τον αναμενόμενο χρόνο ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξακρίβωσης. Επισημαίνεται ότι κάθε υπέρβαση του ως άνω χρόνου θα μπορούσε να προσλάβει ακόμη και διαστάσεις ποινικού αδικήματος (κατακράτηση παρά το Σύνταγμα κ.λ.π.).
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 119 περιπτ. δ ́ Π.∆. 141/1991‘‘ Όταν υπάρχει υπόνοια φυγής, ένεκα της προηγούμενης διαγωγής ή της συμπεριφοράς που δείχνει το πρόσωπο που συλλαμβάνεται, δεσμεύεται με χειροπέδες, για την πρόληψη απόδρασης’’. Οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων διέπονται από τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, δηλαδή το μέτρο της δέσμευσης με χειροπέδες, πρέπει να εφαρμόζεται μόνον εφόσον κρίνεται πράγματι αναγκαίο και η πιθανότητα της απόδρασης δεν αντιμετωπίζεται με άλλο ηπιότερο μέσο (π.χ. αυξημένη επιτήρηση).
Τέλος, σε περίπτωση διάπραξης οποιουδήποτε εγκλήματος, η Ελληνική Αστυνομία οφείλει να επιλαμβάνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής ∆ικονομίας, για τη βεβαίωση του, τη συλλογή των αποδείξεων και πειστηρίων, την αναζήτηση και σύλληψη του δράστη και την παράδοσή του στην αρμόδια δικαστική αρχή. Προς τούτο δύναται η Αστυνομία να προσκαλεί ή προσάγει, για εξέταση στα Αστυνομικά καταστήματα τα άτομα, για τα οποία υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι ενέχονται στη διάπραξη του εγκλήματος(αρ 95 Π.∆. 141/1991).