Γράφει η Ελιάνα Μαυριά.
Σήμερα, οι κοινωνικές επαφές έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό εξαιτίας των περιορισμών που επιβάλλονται, πάνω από ένα έτος, στους πολίτες, με πρωταρχικό σκοπό την αποφυγή διασποράς του ιού Covid-19 στην επικράτεια. Οι περιορισμοί αυτοί, λοιπόν, έχουν ως αποτέλεσμα να επηρεαστούν αρνητικά τόσο ο ψυχισμός του μέσου ανθρώπου, όσο και το σύνολο των διαπροσωπικών του σχέσεων, καθώς παρατηρηθήκαν έντονες ρήξεις ακόμα και στα πλαίσια του έγγαμου βίου. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα το ποσοστό των γάμων που κατέληξαν σε διαζύγιο, κατά το διάστημα της πανδημίας, ανέρχεται στο 30%.
Αρχικά, σύμφωνα με το άρθρο 1438 Αστικού Κώδικα, ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο, το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το λεγόμενο κατ’ αντιδικία διαζύγιο, ή με συμφωνία μεταξύ συζύγων, το λεγόμενο συναινετικό διαζύγιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 1441 Αστικού Κώδικα. Στην περίπτωση λοιπόν, του κατ’ αντιδικία διαζυγίου, όπου απουσιάζει η συναίνεση του ενός συζύγου, για τη λύση του γάμου και γι’ αυτό η διαδικασία είναι πιο περίπλοκη, ο νομοθέτης εισάγει στο άρθρο 1439 παρ. 2 Αστικού Κώδικα, μια σειρά από τεκμήρια ισχυρού κλονισμού του γάμου. Τα τεκμήρια αυτά είναι μαχητά, δηλαδή ο νομοθέτης θεωρεί ότι όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται με τα τεκμήρια, υπάρχει κλονισμός του γάμου, έτσι το βάρος απόδειξης ανυπαρξίας κλονισμού, επαφίεται στον εναγόμενο διάδικο.
Τα κριτήρια που αναφέρονται στο παραπάνω άρθρο, ενδεικτικά είναι: η διγαμία, η μοιχεία, η εγκατάλειψη, η επιβουλή ζωής και περίπτωση άσκησης ενδοοικογενειακής βίας.
Εναργέστερα, η διγαμία, δηλαδή η τέλεση δεύτερου γάμου χωρίς να έχει λυθεί αμετάκλητα ο πρώτος γάμος, σύμφωνα με το 1354ΑΚ, συνιστά κώλυμα τέλεσης γάμου, δηλαδή, εμποδίζεται η σύναψη γάμου πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος που υπάρχει, καθώς και πριν λυθεί ή ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση το σύμφωνο συμβίωσης που συνδέει τον ένα μελλόνυμφο με τρίτον. Η διγαμία, αποτελεί επίσης, τεκμήριο κλονισμού τόσο του πρώτου γάμου, όσο και του δεύτερου. Αν παρόλα αυτά, κάποιος τελέσει νέο γάμο ή συνάψει νέο σύμφωνο συμβίωσης, δίχως να έχει αμετακλήτως διαλυθεί ή ακυρωθεί ο προηγούμενος γάμος ή το προηγούμενο σύμφωνο συμβίωσης, τότε τιμωρείται και ποινικά, με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, όπως επίσης και εκείνος που συνάπτει μαζί του νέο γάμο ή νέο σύμφωνο συμβίωσης, γνωρίζοντας ότι υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης που δεν λύθηκε ή δεν ακυρώθηκε.
Όσον αφορά την μοιχεία, αποποινικοποιήθηκε το 1982 και ένα έτος αργότερα, το 1983, έπαψε να αποτελεί απόλυτο λόγο διαζυγίου. Ωστόσο, μπορεί να οδηγήσει στη λύση του γάμου σε περίπτωση που ο ενάγων επικαλεστεί σοβαρή διατάραξη των συζυγικών σχέσεων ώστε βάσιμα η εξακολούθηση του κοινού βίου να καθίσταται αφόρητη. Από την άλλη, εφόσον πρόκειται για μαχητό τεκμήριο, ο εναγόμενος, επικαλούμενος αντίθετους ισχυρισμούς, μπορεί να αποδείξει την έλλειψη διατάραξης των συζυγικών σχέσεων, οι οποίοι γενόμενοι δεκτοί από το δικαστήριο, να οδηγήσουν στην απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου κλονισμού του γάμου.
Ένα ακόμα τεκμήριο είναι η εγκατάλειψη του ενάγοντος. Ως εγκατάλειψη νοείται η διακοπή της συμβιώσεως δίχως εύλογη αιτία, δηλαδή χωρίς την συνδρομή κάποιου γεγονότος ικανού να δικαιολογήσει την διάσταση. Η εγκατάλειψη μπορεί να είναι αμοιβαία, όταν και οι δύο σύζυγοι αποφασίζουν να διακόψουν τον έγγαμο βίο, είτε έχοντας αποξενωθεί ψυχικά ο ένας από τον άλλο, είτε εγκαταλείποντας την συζυγική εστία, δίχως να βρίσκονται σε συνεννόηση μεταξύ τους.
Τέλος, θα αναφερθούμε στα τεκμήρια της επιβουλής ζωής του ενός συζύγου από τον άλλον και της άσκησης ενδοοικογενειακής βίας. Με το όρο «επιβουλή ζωής», εννοούμε όταν ο σύζυγος έχει πρόθεση να θανατώσει τον άλλο σύζυγο. Ο ισχυρισμός της πρόθεσης θανάτωσης για να είναι βάσιμος πρέπει να έχει εκδηλωθεί έμπρακτα με πράξη ή παράλειψη του ενός συζύγου προς τον άλλο σύζυγο. Αντίστοιχα, η οικογενειακή βία συνιστά επίσης τεκμήριο ισχυρού κλονισμού του γάμου. Για την στοιχειοθέτηση του τεκμηρίου πρέπει να έχει ασκηθεί βία (σωματική ή ψυχολογική) από τον εναγόμενο κατά του ενάγοντα. Όπως πάντως, επισημαίνει και η εισηγητική έκθεση (εισαγωγή) του ν. 3500/2006, στην ενδοοικογενειακή βία υπάγονται μόνο οι σοβαρότερες και οι απεχθέστερες πράξεις βίας.
Εν κατακλείδι, ο γάμος και κατ’ επέκταση η οικογένεια αποτελούν ένα σημαντικό πυρήνα για την ομαλή εξέλιξη της κοινωνίας και για αυτό ο νομοθέτης έχει θεσπίσει μια σειρά κανόνων ώστε να θεραπεύσει οποιαδήποτε παθογένεια είτε ορίζοντας τις υποχρεώσεις της αρμονικής έγγαμης συμβίωσης είτε τα τεκμήρια που μπορούν να οδηγήσουν στην λύση του γάμου.