Τι νομικές υποχρεώσεις συνεπάγεται ο γάμος;

Γράφει η Ευγενία Χατζηστρατή.

Η απόφαση ενός ζευγαριού να περάσει τα σκαλιά της εκκλησίας, είναι, συνήθως, ένα χαρμόσυνο γεγονός, που περικλείεται από αγάπη, κοινά όνειρα και στόχους. Ο γάμος ανάμεσα σε δύο ανθρώπους σηματοδοτεί την έναρξη της κοινής τους ζωής και επηρεάζει όλες τις εκφάνσεις της, με τη δημιουργία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανάμεσα στους συζύγους. 

Ποιες είναι όμως οι νομικές υποχρεώσεις που συνεπάγεται ο γάμος;

Α. Υποχρέωση για συμβίωση

Σύμφωνα με το άρθρο 1386ΑΚ, ο γάμος παράγει για τους συζύγους αμοιβαία υποχρέωση για συμβίωση, εφόσον η σχετική αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος. Οι σύζυγοι οφείλουν να εξασφαλίζουν την αρμονική συμβίωση τους στα πλαίσια της συζυγικής τους σχέσης. Η συμβίωση εμπεριέχει δύο στοιχεία, το εξωτερικό (domus) και το εσωτερικό (anima). Το εξωτερικό στοιχείο συνίσταται στην υποχρέωση των συζύγων για συνοίκηση και για κοινό τρόπο ζωής. Οι σύζυγοι οφείλουν να κατοικούν στην ίδια οικία και να ακολουθούν παράλληλους τρόπους διαβίωσης με την επιδίωξη κοινών στόχων ή την ενασχόληση με κοινά ενδιαφέροντα. Το εσωτερικό στοιχείο συνίσταται στην συντροφική τους διάθεση, στην επιθυμία τους να διάγουν κοινό βίο

Αποφασιστικό στοιχείο για την ύπαρξη της συζυγικής συμβίωσης είναι το anima, καθώς παρότι ένα ζευγάρι μπορεί να επιλέξει να μην κατοικεί στο ίδιο σπίτι, η επιθυμία των μερών να διατηρήσουν την συζυγική σχέση, θεραπεύει την έλλειψη της υποχρέωσης domus. Αντίθετα, η έλλειψη του anima, της επιθυμίας των μερών να διάγουν κοινό βίο, παρά την συγκατοίκηση τους ή την διατήρηση ενός κοινού τρόπου ζωής, είναι το κύριο χαρακτηριστικό για την διάσπαση του έγγαμου βίου.

Β. Υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας

Στον αντίποδα της υποχρέωσης συμβίωσης τίθεται η υποχρέωση των συζύγων σεβασμού της προσωπικότητας και της ατομικότητας κάθε συζύγου, η οποία λειτουργεί και ως άκρο όριο της καταχρηστικότητας αυτής. Ο αστικός Κώδικας περιλαμβάνει διατάξεις που προάγουν τον σεβασμό στις συζυγικές σχέσεις, θεσπίζοντας την διατήρηση του επωνύμου των συζύγων καθώς και την ανεμπόδιστη επαγγελματική και προσωπική του δραστηριότητα. 

Ειδικότερα, ο γάμος δεν μεταβάλλει το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες τους σχέσεις. Στις κοινωνικές σχέσεις, ο κάθε σύζυγος, μπορεί, εφόσον συμφωνεί και ο άλλος να χρησιμοποιεί το επώνυμο του τελευταίου ή να το προσθέτει στο δικό του. Ωστόσο, προβλέπεται πως με συμφωνία των συζύγων ο καθένας από αυτούς μπορεί να προσθέσει στο επώνυμο του και το επώνυμο του άλλο, υποβάλλοντας ενώπιον του αρμόδιου Ληξιαρχείου δήλωση.

Κάθε σύζυγος δεν πρέπει να εμποδίζεται στην ενάσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του από τη ρύθμιση του κοινού βίου των συζύγων. Ο κάθε σύζυγος παραμένει ελεύθερος να ασκεί το επάγγελμα του, να επιδιώκει ή να αλλάζει επαγγελματική δραστηριότητα, κατά τον τρόπο που το επιθυμεί και με τα μέσα που διαθέτει, δίχως να αποκλείεται από την επαγγελματική δραστηριότητα ή να υποχρεούται σε περιορισμό αυτής, με οποιονδήποτε τρόπο, εξαιτίας της συζυγικής σχέσης.

Κάθε σύζυγος διατηρεί και μετά το γάμο την προσωπική δραστηριότητα του. Κάθε σύζυγος μπορεί και μετά το γάμο να έχει τους προσωπικούς του φίλους και να επικοινωνεί με αυτούς, ενώ παράλληλα να επιδιώκει τις δικές του δραστηριότητες (hobby) ή να αναπτύσει την προσωπικότητα του κατά τον τρόπο που επιθυμεί με την εκμάθηση τεχνών, αθλητικών δραστηριοτήτων, σπουδών, θρησκευτικών ενασχολήσεων και εν γένει δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στην ιδιωτική σφαίρα της προσωπικότητας τους. Ο κάθε σύζυγος δεν πρέπει να αποκλείται ή να περιορίζεται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του από τον άλλο σύζυγο.

Γ. Καθήκον κοινών αποφάσεων

Οι  σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου. Αν ένας από τους συζύγους βρίσκεται σε φυσική ή νομική αδυναμία, αποφασίζει μόνος του ο άλλος. (1387 ΑΚ). Οι σύζυγοι υποχρεούνται να λαμβάνουν αποφάσεις που αφορούν τον έγγαμο βίο του και τις έννομες σχέσεις που πηγάζουν από αυτό κατόπιν κοινής διαπραγμάτευσης, συνδιαλλαγής και συναπόφασης. Η διάταξη αυτή είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς οι σύζυγοι δεν έχουν δικαίωμα παράτησης, ούτε και αποκλεισμού του άλλου συζύγου. Τυχόν άρνηση ενός συζύγου για συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, συνιστά παράβαση της υποχρέωσης για συμβίωση.

Δ. Υποχρέωση συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες

Οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους. (1389 ΑΚ). Στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. (1390 ΑΚ)

Οι δυνάμεις καθενός από τους δύο συζύγους κρίνονται με βάση τα εισοδήματα τους, το διαθέσιμο χρόνο τους, τη μόρφωση, την ηλικία, την υγεία τους, τις πνευματικές ικανότητες και τις λοιπές περιστάσεις. Και οι δύο σύζυγοι υποχρεούνται να συνεισφέρουν σε όλες τις υποχρεώσεις της συζυγικής και οικογενειακής ζωής. Η ποσότητα και η ποιότητα της συνεισφοράς διαμορφώνεται από τους δύο συζύγους, με κοινή τους απόφαση, αφού λάβουν υπόψη της ιδιαίτερες συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής και τις δυνάμεις καθενός από αυτούς. 

Η κατάργηση της συζυγικής σχέσεως με το διαζύγιο, συνεπιφέρει την παύση των συζυγικών υποχρεώσεων αλλά και των δικαιωμάτων ανάμεσα στους συζύγους, με τη διακοπή όλων των ως άνω αναφερόμενων υποχρεώσεων της έγγαμης συμβίωσης.