Γράφει η Ευγενία Χατζηστρατή.
Απαραίτητη για κάθε σεξουαλική πράξη ανάμεσα σε δύο ανθρώπους είναι η ύπαρξη συναίνεσης. Η συναίνεση σε σεξουαλικές πράξεις αποτελεί έκφανση της γενετήσιας ελευθερίας, δηλαδή του δικαιώματος του ατόμου να επιλέγει, πως, πότε, με ποιόν τρόπο και με ποιον άνθρωπο, επιθυμεί να συνευρεθεί ερωτικά. Αν λείπει η συναίνεση ενός από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα σε σεξουαλική πράξη, τότε, σε συνδυασμό με άλλες προϋποθέσεις, στοιχειοθετείται η έννοια της προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας, η οποία διώκεται ποινικά.
Ποιες είναι λοιπόν οι προϋποθέσεις της ύπαρξης συναίνεσης σε σεξουαλική πράξη;
Α) Η γνησιότητα της βούλησης, ώστε ο συναινών να έχει πλήρη επίγνωση της σημασίας της, η δε απόφασή του να είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής. Η γνησιότητα της βούλησης προϋποθέτει ότι το πρόσωπο που συναινεί είναι ενήλικο, δεν τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση και δεν βρίσκεται σε διατάραξη συνείδησης που επηρεάζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του, δηλαδή δεν είναι υπό την επήρεια ναρκωτικών ή αλκοόλ σε βαθμό που να μην μπορεί πλέον αν αποφασίσει ελεύθερα για τον εαυτό του. Επιπλέον, απαιτείται να μην βρίσκεται σε πλάνη για τις συνθήκες της σεξουαλικής πράξης, να μην είναι θύμα απάτης με σκοπό την συναίνεση σε σεξουαλική πράξη, ή να βρίσκεται σε απειλή σωματικής, ψυχολογικής ή άλλης βίας, προκειμένου να συναινέσει.
Β) Η προύπαρξη της συναίνεσης πριν από την σεξουαλική πράξη και η μη ανάκλησή της όσο διαρκεί η τελευταία, έτσι ώστε να καλύπτει όχι μόνο το αποτέλεσμα (την ολοκλήρωση της σεξουαλικής πράξης), αλλά και αυτή τη συγκεκριμένη κατά τόπο, χρόνο και περιστάσεις σεξουαλική συμπεριφορά. Ακόμα, η μεταγενέστερη συναίνεση, δηλαδή η έγκριση, δεν αρκεί για να αποκλείσει αναδρομικώς τον χαρακτήρα της μη συναινετικής σεξουαλικής πράξης, ως πράξη προσβολής του έννομου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, αλλά αποτελεί απλή παροχή συγγνώμης από πλευράς του παθόντος (προσώπου που δεν συναίνεσε σε σεξουαλική πράξη), που δεν είναι ικανή να παραμερίσει την γεννηθείσα ήδη κρατική αξίωση να επιβληθεί ποινή για την τελεσθείσα εγκληματική πράξη.
Γ) Η θετική κατάφαση (της συναίνεσης) και όχι απλή ανοχή. Η ανοχή της σεξουαλικής πράξης, δεν συνιστά συναίνεση η οποία αποτελεί ενεργητική πράξη εκδήλωσης της επιθυμίας του προσώπου για σεξουαλική συνεύρεση. Η ανοχή αποτελεί παθητική πράξη και δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της μη συναινετικής σεξουαλικής πράξης.
Δ) Η εξωτερίκευση της συναίνεσης καθ` οιονδήποτε τρόπο, δηλαδή με συμπεριφορά από την οποία αυτή συνάγεται, έστω συμπερασματικώς, και όχι κατ` ανάγκην, expressis verbis, ακριβώς επειδή αποτελεί πράξη διαθέσεως (εκδήλωση ελευθερίας), προορισμένη για το κοινωνικό περιβάλλον. Δηλαδή η έκφραση της συναίνεσης από τους εμπλεκομένους, είτε με τα λόγια (ρητώς) είτε με την κινησιολογία του σώματος τους, είτε με τα νεύματα και τις εκφράσεις τους.
Ε) Η γνώση των μερών περί της υπάρξεώς της. Σημαντικό στοιχείο για την ύπαρξη της συναίνεσης των μερών για την σεξουαλική πράξη, είναι η γνώση όλων των εμπλεκομένων πως συναινούν στην πραγματοποίηση αυτής. Πρόκειται για θετική γνώση, δηλαδή το άτομο γνωρίζει ενεργά πως έχει την συναίνεση των προσώπων που μετέχουν στην σεξουαλική πράξη. Η ανυπαρξία θετικής γνώσεως, συνεπάγεται την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου, δηλαδή την γνώση του προσώπου πως ενδέχεται να μην έχει την συναίνεση του ατόμου με το οποίο συνευρίσκεται, και παράλληλα την αποδοχή του ενδεχομένου αυτού, που συνεπάγεται την αποδοχή του, περί του ενδεχόμενου εκτέλεσης εγκληματικής πράξης προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας.
Η συναίνεση είναι δυνατόν ν` ανακληθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της ερωτικής συνεύρεσης, οπότε εάν αυτή συνεχισθεί με άσκηση βίας, τελείται βιασμός. Πράγματι, η ερωτική συνεύρεση αποτελεί ισότιμη ψυχοσωματική επικοινωνία των ατόμων που συμμετέχουν σ` αυτή, από την οποία κάθε μέρος μπορεί ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο να απόσχει, υποχρεούμενου του ετέρου μέρους να σεβαστεί αυτήν την υπαναχώρηση και να μην επιζητήσει να συνεχίσει την ερωτική συνεύρεση μονομερώς, με βίαια μέσα. Γίνεται μάλιστα δεκτό ότι βιασμός υπάρχει και όταν το θύμα σταμάτησε να προβάλλει αντίσταση, συνεπεία του ακουσίως προκληθέντος σεξουαλικού ερεθισμού του. Ειδικότερα, ακόμη κι όταν ο τελευταίος (σεξουαλικός ερεθισμός) εξικνείται μέχρις αποκορυφώσεως, ουδόλως μπορεί να ερμηνευθεί ως παροχή συναινέσεως, ακριβώς επειδή κατ` αυτόν τον τρόπο δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις της συναίνεσης ως εκούσιας πράξης επιλογής.
Τυχόν δε αντίθετη άποψη, αφενός μεν συνιστά κατάφωρη παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του ατόμου, ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρ. 5 Σ), στο οποίο περιλαμβάνεται ως προστατευόμενη επιμέρους εκδήλωση της προσωπικότητας η σεξουαλική ελευθερία, δηλαδή το δικαίωμα του προσώπου να αναπτύσσει σεξουαλική δραστηριότητα εφόσον, καθόσον, όποτε, όπως και με όποιον θέλει, αφετέρου δε οδηγεί σε ανεπίτρεπτο περιορισμό της ατομικής ελευθερίας και προσβολή του εσώτατου πυρήνα της προσωπικότητας του ατόμου.