Γράφει ο Απόστολος Κωνσταντινίδης.
Τα τελευταία χρόνια, ιδίως λόγω της εξάπλωσης του διαδικτύου και της εύκολης πρόσβασης αλλά και διάδοσης της πληροφορίας, έχει ενταθεί το φαινόμενο να εκφράζονται δημόσια απόψεις περί διάφορων επιστημονικών ζητημάτων, δυστυχώς συχνά παντελώς ατεκμηρίωτες αλλά ικανές να δημιουργήσουν φαινόμενα διασποράς ψευδών ειδήσεων και να επηρεάσουν μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στη νομική επιστήμη, ιδίως όταν εκφράζονται ατεκμηρίωτες απόψεις στο δημόσιο λόγο για αντισυνταγματικούς νόμους ή αποφάσεις.
Ποιος όμως νόμος είναι αντισυνταγματικός, ποιος τον αξιολογεί, με ποιον τρόπο και πώς δεσμεύει τις κρατικές αρχές;
Αρχικά πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι αντισυνταγματικότητας πάσχει μία διάταξη νόμου όταν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα. Tο Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης, δηλαδή ο ανώτερος νόμος του Κράτους και γι’ αυτό όλοι οι υπόλοιποι νόμοι πρέπει να είναι σύμφωνοι μ’ αυτό. Επίσης πρέπει να είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και οι διοικητικές πράξεις ( πχ Προεδρικά Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις) που εκδίδονται στη βάση των νόμων, επομένως μία διοικητική πράξη μπορεί να ακυρωθεί αν ο νόμος στον οποίο στηρίζεται πάσχει αντισυνταγματικότητας.
Γενικά, υπάρχουν δύο βασικά συστήματα ελέγχου της συνταγματικότητας. Το πρώτο είναι το λεγόμενο συγκεντρωτικό σύστημα, στο οποίο πρακτικά ο ενδιαφερόμενος απευθύνεται σ’ ένα ειδικό δικαστήριο (το λεγόμενο συνταγματικό δικαστήριο) προσβάλλοντας την συγκεκριμένη αντισυνταγματική διάταξη και εφόσον κριθεί αντισυνταγματική, η κρίση του δεσμεύει όλα τα υπόλοιπα δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να αποκλίνουν. Το σύστημα αυτό δεν ισχύει κατ’ αρχήν στην Ελλάδα, στην οποία όπως άλλωστε είναι γνωστό δεν λειτουργεί Συνταγματικό Δικαστήριο. Μόνη εξαίρεση αποτελεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος στο οποίο προσφυγή επιτρέπεται σε περίπτωση ύπαρξης αντίθετων αποφάσεων για τη συνταγματικότητα μίας διάταξης από ανώτατα δικαστήρια, δηλαδή τον Άρειο Πάγο, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Αντίθετα, στην Ελλάδα ισχύει το σύστημα του παρεμπίπτοντος και διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας. Ο έλεγχος λέγεται παρεμπίπτων (δηλ. ευκαιριακός) γιατί γίνεται επ’ ευκαιρία άλλου ζητήματος που φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Δηλαδή, δεν επιτρέπεται η απευθείας προσβολή ενός νόμου ως αντισυνταγματικού, αλλά μόνο στο πλαίσιο διερεύνησης κάποιας άλλης αίτησης του ενδιαφερόμενου. Για παράδειγμα, ο Δημήτρης δεν μπορεί να προσφύγει απευθείας κατά του νόμου που προβλέπει την κατάργηση των δώρων και επιδομάτων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά μπορεί να ζητήσει να του καταβληθούν τα οφειλόμενα χρήματα, οπότε το δικαστήριο επ’ ευκαιρία θα εξετάσει το ζήτημα της συνταγματικότητας των περικοπών, για να αποφασίσει αν το αίτημα του είναι βάσιμο ή όχι. Περαιτέρω, διάχυτος λέγεται γιατί γίνεται από όλα τα Δικαστήρια της ελληνικής επικράτειας, από το Ειρηνοδικείο της πιο μικρής πόλης έως τον Άρειο Πάγο και μάλιστα αυτεπαγγέλτως, δηλαδή χωρίς να είναι απαραίτητο ο ενδιαφερόμενος να προβάλλει σχετικά επιχειρήματα.
Αφού το δικαστήριο καταλήξει στο ότι η εξεταζόμενη διάταξη είναι αντισυνταγματική, δεν την εφαρμόζει. Δεν έχει εξουσία ούτε να την τροποποιήσει ούτε να την καταργήσει. Τέτοια απόφαση θα συνιστούσε παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών που εγκαθιδρύει το άρθρο 26 του Συντάγματος.
Συνοψίζοντας, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι μία ιδιαίτερη κρίσιμη νομική εργασία η οποία γίνεται στη βάση ειδικών νομικών κριτηρίων και γνώσεων από τα Δικαστήρια της χώρας με τους όρους που το Σύνταγμά μας ορίζει. Αν νομίζετε ότι κάποια διάταξη νόμου που σας πλήττει είναι αντισυνταγματική μη βιαστείτε να πάρετε πρωτοβουλίες. Ο δικηγόρος είναι ειδικά καταρτισμένος για να κρίνει την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, να εκτιμήσει τη νομολογία, να σας δώσει τις κατάλληλες συμβουλές και να κάνει τις ενδεδειγμένες νομικές ενέργειες. Συμβουλευτείτε τον!