Τι είναι το αυτόφωρο;

Γράφει ο Αποστόλης Κωνσταντινίδης.

Στην καθημερινότητα  ακούμε ή διαβάζουμε συχνά φράσεις όπως «Κρύβεται για να γλυτώσει το αυτόφωρο» ή « Δικάστηκε στο αυτόφωρο» αλλά και την πλέον εσφαλμένη φράση «Μετά την παρέλευση του 48ώρου παρήλθε πια το αυτόφωρο…».

Κατ’ αρχάς η έννοια του αυτοφώρου προσδιορίζει έγκλημα. Ο ορισμός του εγκλήματος δίνεται αυθεντικά από το άρθρο 14 του ΠΚ (ν.4619/2020). Έγκλημα είναι  μία πράξη (ή παράλειψη)  άδικη και καταλογιστή σε εκείνον που την τέλεσε, η οποία τιμωρείται από τον νόμο. Συνεπώς, αναγκαίο στοιχείο του αυτοφώρου, είναι το έγκλημα.

 Πρώτη, λοιπόν, βασική παραδοχή είναι ότι αν  δεν υπάρχει έγκλημα με την έννοια του άρθρου 14 ΠΚ, τότε δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των όσων ισχύουν για  το αυτόφωρο. Έτσι για παράδειγμα δεν βρίσκει (πλέον) εφαρμογή η αυτόφωρη διαδικασία στην περίπτωση της μοιχείας, διότι η πράξη αυτή, μετά τον ν. 1272/1982 δεν προβλέπεται ως άδικη πράξη από το νόμο, δηλαδή δεν είναι έγκλημα.

Περαιτέρω, από τον ορισμό του αυτόφωρου αδικήματος στο άρθρο 242 παρ. 1-2 ΚΠΔ προκύπτει η διάκριση μεταξύ γνήσιου και μη γνήσιου αυτόφωρου εγκλήματος. Συγκεκριμένα, γνήσιο είναι το αυτόφωρο αδίκημα του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί (242 παρ. 1 ΚΠΔ). Για παράδειγμα, ο δράστης Α ο οποίος έχει σπάσει την πόρτα του αυτοκινήτου μου και προσπαθεί να το βάλει μπροστά, (372 ΠΚ) καταλαμβάνεται από αστυνομικό.

 Μη γνήσιο, είναι το αδίκημα το οποίο δεν είναι κατά κυριολεξία αυτόφωρο αλλά θεωρείται ως τέτοιο όταν ο δράστης καταδιώκεται αμέσως μετά την πράξη από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται σε χρόνο πολύ κοντινό στην αξιόποινη πράξη με αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συνάγεται η διάπραξη του εγκλήματος. Το μη γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα συνδέεται με το χρονικό όριο του «σαρανταοκταώρου» το οποίο λανθασμένα αναφέρεται στην καθημερινότητα. Συγκεκριμένα, στη διάταξη που αναφέρεται παραπάνω διευκρινίζεται ότι «Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης.» Συνεπώς, στο ακραίο υποθετικό παράδειγμα που ο δράστης Α κλέβει το αυτοκίνητό μου (372 ΠΚ) ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα της 14ης Απριλίου 2021, το αδίκημα θεωρείται αυτόφωρο ως τις 23.59 (και 59 δευτερόλεπτα) της 15ης Απριλίου 2021. Με άλλα λόγια το λεγόμενο «σαρανταοκτάωρο» αποτελεί το θεωρητικό maximum του αυτοφώρου αδικήματος και όχι την συνήθη διάρκειά του. Στον αντίποδα, αυτόφωρο θεωρείται κάθε αδίκημα τουλάχιστον μέχρι την παρέλευση 24 ωρών (και ενός λεπτού ή και  δευτερολέπτου) από  την τέλεσή του. Παραδείγματος χάριν, ο δράστης Α κλέβει το αυτοκίνητό μου στις 23.58 της 14ης Απριλίου 2021. Και σ’ αυτή την περίπτωση, η κλοπή αντιμετωπίζεται ως αυτόφωρο έγκλημα μέχρι την παρέλευση όλης της επόμενης ημέρας, δηλαδή μέχρι τις 23.59 της 15ης Απριλίου 2021. Σ’ αυτή την περίπτωση η διάρκεια του αυτοφώρου ήταν εικοσιτέσσερις ώρες και ένα λεπτό. Συνεπώς, η διάρκεια του αυτοφώρου αδικήματος δεν είναι σταθερή αλλά κυμαίνεται από 24 ώρες και ένα δευτερόλεπτο έως και 48 ώρες ( για την ακρίβεια 47:59:59), ανάλογα με την ώρα τέλεσης του εγκλήματος.

Γιατί όμως ασχολούμαστε τόσο πολύ με το αν ένα αδίκημα είναι ή όχι αυτόφωρο; 

Επειδή, στη βάση της λεγόμενης «αποδεικτικής κάλυψης» του αυτόφωρου επιτρέπεται κυρίως:

  1. Η σύλληψη του δράστη χωρίς ένταλμα (βλ. άρθρο 6 παρ. 1 του Συντάγματος) πολύ περισσότερο χωρίς να έχει προηγουμένως ασκηθεί ποινική δίωξη. Μάλιστα, όταν τελείται αυτόφωρο αδίκημα κάθε απλός πολίτης  (πχ ο γείτονάς μου Χ που στο προηγούμενο παράδειγμα βλέπει τον δράστη Α να έχει σπάσει την πόρτα του αυτοκινήτου μου και να προσπαθεί να το βάλει μπροστά)   έχει δικαίωμα να συλλάβει τον δράστη και να τον παραδώσει αμέσως στις αρχές (συνήθως στην αστυνομία, βλ. το 275 παρ.1 ΚΠΔ). 
  2. Η απευθείας δίκη του δράστη αν πρόκειται για αυτόφωρο πλημμέλημα και μόνο (λχ κλοπή βασικής μορφής). Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι μπορεί ο δράστης να δικαστεί ακόμη και την ίδια ημέρα της τέλεσης του πλημμελήματος ή έστω την επόμενη. Στο προηγούμενο παράδειγμα ο δράστης κλοπής Α συλλαμβάνεται από τον αστυνομικό. Οδηγείται στο Τμήμα. Διανυκτερεύει και το πρωί οδηγείται στον Εισαγγελέα, ο οποίος του γνωστοποιεί προφορικά την κατηγορία. Από την ώρα εκείνη ο δράστης μετράει αντίστροφα, καθώς δεν μπορεί να κρατηθεί περισσότερο από 24 ώρες μετά την επίσκεψη στο γραφείο του Εισαγγελέα. (419 ΚΠΔ) Θα δικαστεί την ίδια μέρα ή το επόμενο πρωί. Αν μέσα σε αυτήν την προθεσμία δεν πάει στο ακροατήριο, θα πάει στο σπίτι του με ή χωρίς περιοριστικούς όρους.

 Στη δίκη ενώπιον του «αυτόφωρου πλημμελειοδικείου» πάντως,  ο κατηγορούμενος διαθέτει τα κρίσιμα δικαιώματα του άρθρου 423 ΚΠΔ, δηλαδή το δικαίωμα διορισμού συνηγόρου και της  τριήμερης αναβολής για την προετοιμασία της υπεράσπισης. 

Προσοχή όμως! Όταν καταλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω κακούργημα   (πχ βιασμός) δεν βρίσκει εφαρμογή η παραπάνω γρήγορη διαδικασία αυθημερόν δίκης (εξ’ αντ. 417 ΚΠΔ) και όσα περιγράφονται στον αριθμό 2 δεν ισχύουν. Ισχύουν όμως και για το κακούργημα όσα γράφονται στον αριθμό 1.

Συνοψίζοντας, το αυτόφωρο έγκλημα αντιμετωπίζεται από το Σύνταγμα και τους ποινικούς νόμους με ιδιαίτερο τρόπο και επομένως χρειάζεται προσεκτική νομική αντιμετώπιση. 

Ο δικηγόρος είναι ειδικά καταρτισμένος για να κρίνει την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, να σας δώσει τις κατάλληλες συμβουλές και να κάνει τις ενδεδειγμένες νομικές ενέργειες. Συμβουλευτείτε τον!