Γράφει η Ευγενία Χατζηστρατή.
Πολλές φορές τυχαίνει οι διάδικοι, συνήθως λόγω οικονομικών προβλημάτων, να αδυνατούν να διορίσουν πληρεξούσιο δικηγόρο για να τους εκπροσωπήσει στις δίκες που τους αφορούν. Έτσι συχνά αποφασίζουν να παρασταθούν μόνοι τους σε δίκες, αγνοώντας τις συνέπειες που η ενέργεια τους αυτή συνεπάγεται. Η διεξαγωγή της δίκης αποτελεί μία διαδικασία η οποία προβλέπεται από λεπτομερείς κανόνες δικαίου, οι οποίοι εξασφαλίζουν την ορθή απονομή δικαιοσύνης, διασφαλίζοντας τα προστατευτικά δικαιώματα των διαδίκων. Η σωστή τήρηση αυτής της διαδικασίας, το σύνολο των νομικών διατάξεων που τη ρυθμίζουν ονομάζεται δικονομία, εξασφαλίζεται από την παράσταση του διαδίκου μαζί με τον πληρεξούσιο του δικηγόρο, ως γνώστη και λειτουργό της απονομής δικαιοσύνης.
Κατά συνέπεια, στην πλειονότητα των διαδικασιών ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, η παράσταση με δικηγόρο είναι υποχρεωτική. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο διάδικος μπορεί να παρασταθεί αυτοπροσώπως ως διάδικος σε δίκη τόσο στα πολιτικά όσο και στα ποινικά δικαστήρια.
Ειδικότερα, στα πολιτικά δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 94 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο σε δύο περιπτώσεις α) στο ειρηνοδικείο, εφόσον πρόκειται για μικροδιαφορές, δηλαδή δίκη, η οποία αφορά σε απαιτήσεις ή δικαιώματα πάνω σε κινητά πράγματα ή νομή κινητών πραγμάτων και αν το ύψος του αντικειμένου της διαφοράς δεν είναι πάνω από 5.000€, β) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος. Η έννοια του επικείμενου κινδύνου σημαίνει ότι η μη ανεύρεση δικηγόρου και η αναβολή της διεκπεραίωσης κάποιας διαδικαστικής πράξεως ή διεξαγωγής της δίκης θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντα του διαδίκου.
Ωστόσο στις ως άνω περιπτώσεις ο δικαστής έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει το διάδικο να προσλάβει δικηγόρο.
Στα ποινικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από το είδος του εγκλήματος, ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, και έχει δικαίωμα να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Ειδικότερα, στα κακουργήματα, η παράσταση με δικηγόρο είναι υποχρεωτική, συνεπώς ο διάδικος οφείλει να διορίζει τον δικηγόρο της αρεσκίας του, πριν ή κατά την έναρξη της διεξαγωγής της δίκης, άλλως ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο σε όσους κατηγορούμενους δεν έχουν, από πίνακα που καταρτίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο δικαστής ανηλίκων, όταν ο ανήλικος κατηγορείται για πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα.
Μη εμφάνιση ή μη παράσταση ή με οποιονδήποτε τρόπο μη εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από πληρεξούσιο δικηγόρο στις επόμενες της εναρκτήριας συνεδριάσεις του δικαστηρίου δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης. Στις ως άνω περιπτώσεις περιλαμβάνεται και η παραίτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου ή η ανάκληση της προς αυτόν εντολής από τον κατηγορούμενο.
Στα πλημμελήματα η παράσταση με δικηγόρο είναι προαιρετική, ωστόσο δεδομένου ότι τα πλημμελήματα απειλούν φυλάκιση του κατηγορουμένου μέχρι πέντε έτη, εκτός αν ορίζεται άλλως, η παράσταση χωρίς δικηγόρο δεν συνίσταται.
Ο διορισμός του δικηγόρου από τον κατηγορούμενο γίνεται με έγγραφη δήλωση του. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι’ αυτόν, χωρίς να χρειάζεται να παρευρίσκεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο. Το δικαστήριο, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.
Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφανίσεως ή εκπροσωπήσεώς του θα δικαστεί ερήμην. Ήτοι, η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου ακολουθείται σύμφωνα με τη δικονομία, δίχως να δύναται ο απών κατηγορούμενος να αντιταχθεί αυτής και να απολογηθεί, γεγονός το οποίο οδηγεί, κατά κόρον, στην έκδοση καταδικαστικής απόφασης.